Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάπτωσις
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
καταπυγμομαχέω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθομαι
καταπύθω
καταπυκάζω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπύκνωσις
καταπυκνωτέον
καταπυκτεύω
κατάπυρος
καταπυρόω
καταπυρπολέω
καταπώγων
καταπωλέω
καταπωμάζω
View word page
κατάπυκνος
very thick
ShortDef
very thick
Debugging
Headword:
κατάπυκνος
Headword (normalized):
κατάπυκνος
Headword (normalized/stripped):
καταπυκνος
IDX:
46442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46443
Key:
Data
{'content': 'very thick'}