Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
καταπυγμομαχέω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθομαι
καταπύθω
καταπυκάζω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπύκνωσις
καταπυκνωτέον
καταπυκτεύω
κατάπυρος
καταπυρόω
καταπυρπολέω
View word page
καταπύθομαι
become rotten, rot away

ShortDef

become rotten, rot away

Debugging

Headword:
καταπύθομαι
Headword (normalized):
καταπύθομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπυθομαι
IDX:
46439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46440
Key:

Data

{'content': 'become rotten, rot away'}