Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
καταπυγμομαχέω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθομαι
καταπύθω
καταπυκάζω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
καταπύκνωσις
καταπυκνωτέον
καταπυκτεύω
κατάπυρος
View word page
καταπυγοσύνη
brutal lust
ShortDef
brutal lust
Debugging
Headword:
καταπυγοσύνη
Headword (normalized):
καταπυγοσύνη
Headword (normalized/stripped):
καταπυγοσυνη
IDX:
46437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46438
Key:
Data
{'content': 'brutal lust'}