Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
καταπυγμομαχέω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθομαι
καταπύθω
καταπυκάζω
View word page
κατάπτωμα
downfall

ShortDef

downfall

Debugging

Headword:
κατάπτωμα
Headword (normalized):
κατάπτωμα
Headword (normalized/stripped):
καταπτωμα
IDX:
46431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46432
Key:

Data

{'content': 'downfall'}