Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγός
ἀμμόνιτρον
ἀμμοπλυσία
ἀμμόπλυτα
ἀμμορία
ἀμμορία2
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἅμμος
ἄμμος2
ἀμμοσκοπία
ἀμμότροφος
ἀμμοφανής
ἀμμόχρυσος
ἀμμοχωσία
ἀμμόχωστος
View word page
ἀμμορίη
not one's fate, portion > ἀμμορία

ShortDef

not one's fate, portion > ἀμμορία

Debugging

Headword:
ἀμμορίη
Headword (normalized):
ἀμμορίη
Headword (normalized/stripped):
αμμοριη
IDX:
4642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4643
Key:

Data

{'content': "not one's fate, portion > ἀμμορία"}