Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπρονομεύω
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
καταπυγμομαχέω
καταπυγοσύνη
View word page
κατάπτυσμα
putacilla

ShortDef

putacilla

Debugging

Headword:
κατάπτυσμα
Headword (normalized):
κατάπτυσμα
Headword (normalized/stripped):
καταπτυσμα
IDX:
46427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46428
Key:

Data

{'content': 'putacilla'}