Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπρολείπω
καταπρονομεύω
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
καταπυγμομαχέω
View word page
καταπτύρομαι
to be terrified

ShortDef

to be terrified

Debugging

Headword:
καταπτύρομαι
Headword (normalized):
καταπτύρομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπτυρομαι
IDX:
46426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46427
Key:

Data

{'content': 'to be terrified'}