Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
καταπυγίζω
View word page
καταπτοέω
frighten

ShortDef

frighten

Debugging

Headword:
καταπτοέω
Headword (normalized):
καταπτοέω
Headword (normalized/stripped):
καταπτοεω
IDX:
46425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46426
Key:

Data

{'content': 'frighten'}