Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτωτικός
καταπτωχεύω
View word page
καταπτίσσω
grind to powder
ShortDef
grind to powder
Debugging
Headword:
καταπτίσσω
Headword (normalized):
καταπτίσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπτισσω
IDX:
46424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46425
Key:
Data
{'content': 'grind to powder'}