Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπροδίδωμι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
κατάπτωσις
καταπτωτικός
View word page
καταπτήσσω
to crouch down, to lie crouching

ShortDef

to crouch down, to lie crouching

Debugging

Headword:
καταπτήσσω
Headword (normalized):
καταπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπτησσω
IDX:
46423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46424
Key:

Data

{'content': 'to crouch down, to lie crouching'}