Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
καταπτύρομαι
κατάπτυσμα
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
κατάπτωμα
View word page
κατάπτερος
winged

ShortDef

winged

Debugging

Headword:
κατάπτερος
Headword (normalized):
κατάπτερος
Headword (normalized/stripped):
καταπτερος
IDX:
46421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46422
Key:

Data

{'content': 'winged'}