Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγός
ἀμμόνιτρον
ἀμμοπλυσία
ἀμμόπλυτα
ἀμμορία
ἀμμορία2
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἅμμος
ἄμμος2
ἀμμοσκοπία
ἀμμότροφος
ἀμμοφανής
ἀμμόχρυσος
ἀμμοχωσία
View word page
ἀμμορία2
[del. as per Rev.Supp.]

ShortDef

not one's fate, portion
[del. as per Rev.Supp.]

Debugging

Headword:
ἀμμορία2
Headword (normalized):
ἀμμορία
Headword (normalized/stripped):
αμμορια2
IDX:
4641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4642
Key:

Data

{'content': '[del. as per Rev.Supp.]'}