Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
κατάπτερος
καταπτερόω
καταπτήσσω
καταπτίσσω
καταπτοέω
View word page
καταπροΐξομαι
shall do with impunity

ShortDef

shall do with impunity

Debugging

Headword:
καταπροΐξομαι
Headword (normalized):
καταπροΐξομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπροιξομαι
IDX:
46415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46416
Key:

Data

{'content': 'shall do with impunity'}