Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
καταπροτείνομαι
καταπροτερέω
καταπροχέω
View word page
κατάπριστος
sawn

ShortDef

sawn

Debugging

Headword:
κατάπριστος
Headword (normalized):
κατάπριστος
Headword (normalized/stripped):
καταπριστος
IDX:
46410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46411
Key:

Data

{'content': 'sawn'}