Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμμιρός
ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγός
ἀμμόνιτρον
ἀμμοπλυσία
ἀμμόπλυτα
ἀμμορία
ἀμμορία2
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἅμμος
ἄμμος2
ἀμμοσκοπία
ἀμμότροφος
ἀμμοφανής
ἀμμόχρυσος
View word page
ἀμμορία
not one's fate, portion

ShortDef

not one's fate, portion
[del. as per Rev.Supp.]

Debugging

Headword:
ἀμμορία
Headword (normalized):
ἀμμορία
Headword (normalized/stripped):
αμμορια
IDX:
4640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4641
Key:

Data

{'content': "not one's fate, portion"}