Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπραιδεύω
καταπρακτικός
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
καταπρολείπω
καταπρονομεύω
καταπροτείνομαι
View word page
καταπρηνίζω
throw headlong down

ShortDef

throw headlong down

Debugging

Headword:
καταπρηνίζω
Headword (normalized):
καταπρηνίζω
Headword (normalized/stripped):
καταπρηνιζω
IDX:
46408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46409
Key:

Data

{'content': 'throw headlong down'}