Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροΐεμαι
καταπροΐξομαι
View word page
κατάπρεμνος
with many branches

ShortDef

with many branches

Debugging

Headword:
κατάπρεμνος
Headword (normalized):
κατάπρεμνος
Headword (normalized/stripped):
καταπρεμνος
IDX:
46405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46406
Key:

Data

{'content': 'with many branches'}