Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταποτάομαι
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
κατάπριστος
καταπρίω
καταπροβάλλω
καταπροδίδωμι
καταπροΐεμαι
View word page
καταπραΰνω
to soften, appease

ShortDef

to soften, appease

Debugging

Headword:
καταπραΰνω
Headword (normalized):
καταπραΰνω
Headword (normalized/stripped):
καταπραυνω
IDX:
46404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46405
Key:

Data

{'content': 'to soften, appease'}