Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
καταπρηνόω
View word page
καταπρακτικός
fitted for accomplishing

ShortDef

fitted for accomplishing

Debugging

Headword:
καταπρακτικός
Headword (normalized):
καταπρακτικός
Headword (normalized/stripped):
καταπρακτικος
IDX:
46399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46400
Key:

Data

{'content': 'fitted for accomplishing'}