Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκάς
View word page
ἀγκάλη
the bent arm

ShortDef

the bent arm

Debugging

Headword:
ἀγκάλη
Headword (normalized):
ἀγκάλη
Headword (normalized/stripped):
αγκαλη
IDX:
463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-464
Key:

Data

{'content': 'the bent arm'}