Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
καταπρηνής
καταπρηνίζω
View word page
καταπραιδεύω
(praeda) ravage
ShortDef
(praeda) ravage
Debugging
Headword:
καταπραιδεύω
Headword (normalized):
καταπραιδεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπραιδευω
Intro Text:
(praeda) ravage
IDX:
46398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46399
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "(praeda) ravage" }