Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
καταπραΰνσις
καταπραΰνω
κατάπρεμνος
καταπρεσβεύω
View word page
καταποφαίνομαι
pronounce dogmatically

ShortDef

pronounce dogmatically

Debugging

Headword:
καταποφαίνομαι
Headword (normalized):
καταποφαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταποφαινομαι
IDX:
46396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46397
Key:

Data

{'content': 'pronounce dogmatically'}