Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
κατάπραξις
καταπράσσω
καταπρατικόν
View word page
κατάποσις
gulping down, swallowing

ShortDef

gulping down, swallowing

Debugging

Headword:
κατάποσις
Headword (normalized):
κατάποσις
Headword (normalized/stripped):
καταποσις
IDX:
46392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46393
Key:

Data

{'content': 'gulping down, swallowing'}