Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
κατάπραξις
View word page
καταπόρφυρος
all-purple

ShortDef

all-purple

Debugging

Headword:
καταπόρφυρος
Headword (normalized):
καταπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
καταπορφυρος
IDX:
46390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46391
Key:

Data

{'content': 'all-purple'}