Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραιδεύω
καταπρακτικός
View word page
καταπορνεύω
to prostitute

ShortDef

to prostitute

Debugging

Headword:
καταπορνεύω
Headword (normalized):
καταπορνεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπορνευω
IDX:
46389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46390
Key:

Data

{'content': 'to prostitute'}