Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
κατάποτον
καταποφαίνομαι
καταποχή
καταπραιδεύω
View word page
καταπόρνευσις
prostitution
ShortDef
prostitution
Debugging
Headword:
καταπόρνευσις
Headword (normalized):
καταπόρνευσις
Headword (normalized/stripped):
καταπορνευσις
IDX:
46388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46389
Key:
Data
{'content': 'prostitution'}