Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
καταποστέλλω
καταποτάομαι
View word page
καταπορέω
fail in treating

ShortDef

fail in treating

Debugging

Headword:
καταπορέω
Headword (normalized):
καταπορέω
Headword (normalized/stripped):
καταπορεω
IDX:
46384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46385
Key:

Data

{'content': 'fail in treating'}