Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάπομα
καταπομπεύω
καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
κατάποσις
View word page
καταποντόω
to throw into the sea, drown therein

ShortDef

to throw into the sea, drown therein

Debugging

Headword:
καταποντόω
Headword (normalized):
καταποντόω
Headword (normalized/stripped):
καταποντοω
IDX:
46382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46383
Key:

Data

{'content': 'to throw into the sea, drown therein'}