Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπολιτεύομαι
κατάπομα
καταπομπεύω
καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρφυρος
καταπόσια
View word page
καταποντιστής
one who throws into the sea
ShortDef
one who throws into the sea
Debugging
Headword:
καταποντιστής
Headword (normalized):
καταποντιστής
Headword (normalized/stripped):
καταποντιστης
IDX:
46381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46382
Key:
Data
{'content': 'one who throws into the sea'}