Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπολεύω
καταπολιός
καταπολιτεύομαι
κατάπομα
καταπομπεύω
καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
View word page
καταποντίζω
to throw into the sea, drown therein

ShortDef

to throw into the sea, drown therein

Debugging

Headword:
καταποντίζω
Headword (normalized):
καταποντίζω
Headword (normalized/stripped):
καταποντιζω
IDX:
46379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46380
Key:

Data

{'content': 'to throw into the sea, drown therein'}