Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπολέμησις
καταπολεύω
καταπολιός
καταπολιτεύομαι
κατάπομα
καταπομπεύω
καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
καταπορθμίας
καταπορίζω
καταπόρνευσις
View word page
κατάπονος
tired, wearied
ShortDef
tired, wearied
Debugging
Headword:
κατάπονος
Headword (normalized):
κατάπονος
Headword (normalized/stripped):
καταπονος
IDX:
46378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46379
Key:
Data
{'content': 'tired, wearied'}