Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταποιέω
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολέμησις
καταπολεύω
καταπολιός
καταπολιτεύομαι
κατάπομα
καταπομπεύω
καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστής
καταποντόω
καταπορεύομαι
καταπορέω
καταπορθέω
View word page
καταπομπός
one who conveys

ShortDef

one who conveys

Debugging

Headword:
καταπομπός
Headword (normalized):
καταπομπός
Headword (normalized/stripped):
καταπομπος
IDX:
46375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46376
Key:

Data

{'content': 'one who conveys'}