Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάπλωσις
καταπλώω
καταπνέω
καταπνίγω
κατάπνιξις
καταπνοή
καταποδίζω
καταπόθρα
καταποιέω
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολέμησις
καταπολεύω
καταπολιός
καταπολιτεύομαι
κατάπομα
καταπομπεύω
καταπομπή
καταπομπός
καταπονέω
καταπόνησις
View word page
καταπολεμέω
to war down

ShortDef

to war down

Debugging

Headword:
καταπολεμέω
Headword (normalized):
καταπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
καταπολεμεω
IDX:
46367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46368
Key:

Data

{'content': 'to war down'}