Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπλουτίζω
καταπλουτομαχέω
καταπλυντηρίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
κατάπλωσις
καταπλώω
καταπνέω
καταπνίγω
κατάπνιξις
καταπνοή
καταποδίζω
καταπόθρα
καταποιέω
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολέμησις
καταπολεύω
καταπολιός
καταπολιτεύομαι
κατάπομα
View word page
καταπνοή
a blowing
ShortDef
a blowing
Debugging
Headword:
καταπνοή
Headword (normalized):
καταπνοή
Headword (normalized/stripped):
καταπνοη
IDX:
46362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46363
Key:
Data
{'content': 'a blowing'}