Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλουτομαχέω
καταπλυντηρίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
κατάπλωσις
καταπλώω
καταπνέω
καταπνίγω
κατάπνιξις
καταπνοή
καταποδίζω
καταπόθρα
καταποιέω
καταποικίλλω
καταπολεμέω
καταπολέμησις
καταπολεύω
καταπολιός
καταπολιτεύομαι
View word page
κατάπνιξις
choking, smothering

ShortDef

choking, smothering

Debugging

Headword:
κατάπνιξις
Headword (normalized):
κατάπνιξις
Headword (normalized/stripped):
καταπνιξις
IDX:
46361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46362
Key:

Data

{'content': 'choking, smothering'}