Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἅμμα
ἀμμά
ἁμματίζω
ἁμματισμός
ἀμμία
ἄμμινος
ἀμμιρός
ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγός
ἀμμόνιτρον
ἀμμοπλυσία
ἀμμόπλυτα
ἀμμορία
ἀμμορία2
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
View word page
ἀμμοδύτωρ
burrowing in sand
ShortDef
burrowing in sand
Debugging
Headword:
ἀμμοδύτωρ
Headword (normalized):
ἀμμοδύτωρ
Headword (normalized/stripped):
αμμοδυτωρ
IDX:
4634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4635
Key:
Data
{'content': 'burrowing in sand'}