Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπληγία
καταπληκτέον
καταπληκτικός
κατάπληκτος
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλίσσομαι
καταπλοκή
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλουτομαχέω
καταπλυντηρίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
κατάπλωσις
View word page
κατάπληξις
amazement, consternation

ShortDef

amazement, consternation

Debugging

Headword:
κατάπληξις
Headword (normalized):
κατάπληξις
Headword (normalized/stripped):
καταπληξις
IDX:
46347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46348
Key:

Data

{'content': 'amazement, consternation'}