Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπληγία
καταπληκτέον
καταπληκτικός
κατάπληκτος
καταπλήξ
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλίσσομαι
καταπλοκή
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλουτομαχέω
καταπλυντηρίζω
View word page
καταπληκτικός
striking, astonishing

ShortDef

striking, astonishing

Debugging

Headword:
καταπληκτικός
Headword (normalized):
καταπληκτικός
Headword (normalized/stripped):
καταπληκτικος
IDX:
46344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46345
Key:

Data

{'content': 'striking, astonishing'}