Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπίτνω
καταπλαγής
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπληγία
καταπληκτέον
καταπληκτικός
κατάπληκτος
καταπλήξ
View word page
καταπλαστός
plastered over

ShortDef

plastered over

Debugging

Headword:
καταπλαστός
Headword (normalized):
καταπλαστός
Headword (normalized/stripped):
καταπλαστος
IDX:
46336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46337
Key:

Data

{'content': 'plastered over'}