Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπίτνω
καταπλαγής
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
κατάπλεος
καταπλέω
καταπληγία
View word page
κατάπλασμα
plaster, poultice

ShortDef

plaster, poultice

Debugging

Headword:
κατάπλασμα
Headword (normalized):
κατάπλασμα
Headword (normalized/stripped):
καταπλασμα
IDX:
46332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46333
Key:

Data

{'content': 'plaster, poultice'}