Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπίτνω
καταπλαγής
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
View word page
καταπίτνω
fall down

ShortDef

fall down

Debugging

Headword:
καταπίτνω
Headword (normalized):
καταπίτνω
Headword (normalized/stripped):
καταπιτνω
IDX:
46328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46329
Key:

Data

{'content': 'fall down'}