Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπιλέω
καταπίμελος
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπίτνω
καταπλαγής
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
View word page
καταπιστόομαι
become security

ShortDef

become security

Debugging

Headword:
καταπιστόομαι
Headword (normalized):
καταπιστόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπιστοομαι
IDX:
46326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46327
Key:

Data

{'content': 'become security'}