Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
κατάπικρος
καταπιλέω
καταπίμελος
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπίτνω
καταπλαγής
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
View word page
καταπίπτω
to fall
ShortDef
to fall
Debugging
Headword:
καταπίπτω
Headword (normalized):
καταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
καταπιπτω
IDX:
46322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46323
Key:
Data
{'content': 'to fall'}