Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπιαίνω
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
κατάπικρος
καταπιλέω
καταπίμελος
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπίτνω
καταπλαγής
καταπλανάω
κατάπλασις
View word page
καταπιπράσκω
to sell outright

ShortDef

to sell outright

Debugging

Headword:
καταπιπράσκω
Headword (normalized):
καταπιπράσκω
Headword (normalized/stripped):
καταπιπρασκω
IDX:
46321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46322
Key:

Data

{'content': 'to sell outright'}