Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
καταπιαίνω
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
κατάπικρος
καταπιλέω
καταπίμελος
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπίτνω
View word page
καταπίμπλημι
to fill full of

ShortDef

to fill full of

Debugging

Headword:
καταπίμπλημι
Headword (normalized):
καταπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
καταπιμπλημι
IDX:
46318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46319
Key:

Data

{'content': 'to fill full of'}