Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνεῖν
καταπεφρονηκότως
καταπεφρονημένως
καταπηγάζω
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
καταπιαίνω
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
κατάπικρος
καταπιλέω
καταπίμελος
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
View word page
κατάπηρος
maimed, mutilated

ShortDef

maimed, mutilated

Debugging

Headword:
κατάπηρος
Headword (normalized):
κατάπηρος
Headword (normalized/stripped):
καταπηρος
IDX:
46310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46311
Key:

Data

{'content': 'maimed, mutilated'}