Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνεῖν
καταπεφρονηκότως
καταπεφρονημένως
καταπηγάζω
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
καταπιαίνω
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
κατάπικρος
καταπιλέω
καταπίμελος
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
View word page
κατάπηξ
fixed in the ground

ShortDef

fixed in the ground

Debugging

Headword:
κατάπηξ
Headword (normalized):
κατάπηξ
Headword (normalized/stripped):
καταπηξ
IDX:
46309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46310
Key:

Data

{'content': 'fixed in the ground'}