Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμισχος
Ἀμισώδαρος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμίτρωτος
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμά
ἁμματίζω
ἁμματισμός
ἀμμία
ἄμμινος
ἀμμιρός
ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγός
ἀμμόνιτρον
ἀμμοπλυσία
View word page
ἀμμία
mother

ShortDef

mother

Debugging

Headword:
ἀμμία
Headword (normalized):
ἀμμία
Headword (normalized/stripped):
αμμια
IDX:
4628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4629
Key:

Data

{'content': 'mother'}