Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμίστυλλος
ἄμισχος
Ἀμισώδαρος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμίτρωτος
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμά
ἁμματίζω
ἁμματισμός
ἀμμία
ἄμμινος
ἀμμιρός
ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγός
ἀμμόνιτρον
View word page
ἁμματισμός
tieing, knotting
ShortDef
tieing, knotting
Debugging
Headword:
ἁμματισμός
Headword (normalized):
ἁμματισμός
Headword (normalized/stripped):
αμματισμος
IDX:
4627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4628
Key:
Data
{'content': 'tieing, knotting'}