Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμίστρης
ἀμίστυλλος
ἄμισχος
Ἀμισώδαρος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμίτρωτος
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμά
ἁμματίζω
ἁμματισμός
ἀμμία
ἄμμινος
ἀμμιρός
ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγός
View word page
ἁμματίζω
tie, bind

ShortDef

tie, bind

Debugging

Headword:
ἁμματίζω
Headword (normalized):
ἁμματίζω
Headword (normalized/stripped):
αμματιζω
IDX:
4626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4627
Key:

Data

{'content': 'tie, bind'}